- ἀντικαταλαττόμενοι
- ἀντικαταλασσόμενοι , ἀντί , κατά-λάζομαιseizefut part mp masc nom/voc pl (epic)ἀντικαταλασσόμενοι , ἀντί , κατά-λάζωfut part mid masc nom/voc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.